μαρτυρικός — ή, ό (AM μαρτυρικός, ή, όν) [μάρτυρας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάρτυρα ή στη μαρτυρία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαρτυρικά τροπάρια που ψάλλονται προς τιμήν τών μαρτύρων τής Εκκλησίας νεοελλ. αυτός που χαρακτηρίζεται από βάσανα ή … Dictionary of Greek
терпеливый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (καρτερός) сильный, могучий; (μαρτυρικός) мученический … Словарь церковнославянского языка
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
μαρτυρία — η (AM μαρτυρία [μαρτυρώ] 1. γραπτή ή προφορική, ένορκη ή μη, κατάθεση όσων γνωρίζει ή έχει αντιληφθεί κάποιος σχετικά με μια εξεταζόμενη υπόθεση (α. «έδωσε μαρτυρία για την υπόθεση τού εμπορίου ναρκωτικών» β. «εμβάλλεται μαρτυρίαν ψευδή»,… … Dictionary of Greek
μαρτυρικά — τα βλ. μαρτυρικός … Dictionary of Greek
ποτήρι — το / ποτήριον, ΝΜΑ, και ποτίρριον Α [ποτήρ] 1. δοχείο, συνήθως γυάλινο, με το οποίο πίνει κανείς ένα υγρό 2. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα τέτοιο δοχείο, το περιεχόμενό του («ήπιε πέντε ποτήρια μπίρα») 3. μτφ. θλίψη, στενοχώρια, πικρία,… … Dictionary of Greek
προμαρτυρικώς — Μ επίρρ. σύμφωνα με προηγούμενη μαρτυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μαρτυρικῶς (< μαρτυρικός)] … Dictionary of Greek
Γουέλφοι και Γιβελίνοι — Πολιτικές μερίδες, οι πιο ονομαστές στην ιστορία της μεσαιωνικής Ευρώπης. Πρωτοεμφανίστηκαν στη Γερμανία, όταν μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Ερρίκου E’ της Φραγκονίας (1125), οι μεγάλοι εκκλησιαστικοί ηγέτες της χώρας, με την υποστήριξη του… … Dictionary of Greek
Καΐρη, Ευανθία — (Άνδρος 1799 – 1866).Λόγια. Ήταν αδελφή και μαθήτρια του Θεόφιλου Καΐρη (βλ. λ.), κόρη του Νικολάου Καΐρη και της Ασημίνας Καμπανάκη. Αφού ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή της στις Κυδωνίες, δίδαξε στη Σύρο και στην Άνδρο. Το 1814, όταν ήταν 15 ετών,… … Dictionary of Greek
ՄԱՐՏԻՐՈՍԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0231 Chronological Sequence: Unknown date, 5c ա. μαρτυρικός . Սեպհական մարտիրոսաց կամ մարտիրոսութեան. վկայարան. *Մարտիրոսական պսակ, կամ արիւն. Շար.: Կոչ. ՟Ժ՟Դ: Ճ. ՟Գ.: Փարպ.: Ժմ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)